ΛΙΒΑΝΆΤΕΣ

Η Λιβανάτα (ή Λιβανάτες) είναι κωμόπολη του νομού Φθιώτιδας στην κεντρική Ελλάδα με πληθυσμό 2.559 κατοίκων (2011). Ανήκει στην επαρχία Λοκρίδας. Βρίσκεται 68 χλμ από τη Λαμία και αποτέλεσε έδρα του δήμου Δαφνουσίων. Από το 1999, και σύμφωνα με το Νόμο Καποδίστρια, οι Λιβανάτες ενώθηκαν με τα δύο γειτονικά χωριά Αρκίτσα και Γουλέμι και αποτέλεσαν το διευρυμένο Δήμο Δαφνουσίων, με έδρα τους Λιβανάτες. Από το 2011 με το Νόμο «Καλλικράτη» αποτελεί Δημοτική Κοινότητα του διευρυμένου Δήμου Λοκρών, με έδρα την Αταλάντη.
Οι Λιβανάτες είναι κυρίως ένα αγροτικό χωριό. Η περιοχή παράγει λαχανικά, ελιές, καπνό και βαμβάκι, φασολάκια, ντομάτες, φυστίκια κ.α.


Ιστορία-Αρχαιότητα και Ελληνιστικοί Χρόνοι

Στην άκρη της πόλης βρίσκεται ο Κύνος, αρχαιολογικός χώρος στον οποίο εντοπίστηκαν, ύστερα από ανασκαφές, ερείπια του ομώνυμου αρχαίου οικισμού της Οπουντίας Λοκρίδας. Η μακραίωνη αυτή χρήση του χώρου συνιστά και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ανατρεπτικές παραμέτρους της ανασκαφής του Κύνου καθώς αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις οικισμού με συνεχή χρήση μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Βρίσκεται σε μια από τις πιο δραστήριες σεισμολογικά περιοχές της Ελλάδας εφόσον εμπίπτει στην ακτίνα δράσης του γνωστού ρήγματος της Αταλάντης που έχει δώσει στο παρελθόν πολλούς καταστροφικούς σεισμούς, μερικοί από τους οποίους μας είναι γνωστοί από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Μετά από κάθε σεισμό οι κάτοικοι δεν εγκατέλειπαν το χώρο αλλά ισοπέδωναν τα ερείπια και πάνω από αυτά έκτιζαν νέα. Σε όσες περιπτώσεις κάποια τμήματα των κτηρίων ήταν επισκευάσιμα χρησιμοποιούσαν συμπληρώνοντάς τα, όπου χρειαζόταν, για να επιτύχουν νέο χρηστικό οικοδόμημα. Αυτή η πρακτική μετά από σεισμικό επεισόδιο των μέσων του 12ου αιώνα π. Χ. απεικονίζεται ευκρινώς στα διατηρούμενα οικοδομήματα της ανασκαφής που μπορεί ο επισκέπτης να δει σήμερα.

Ο Αρχαιολογικός χώρος του Κύνου στις Λιβανάτες

Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω οι καλύτερα διατηρούμενες οικιστικές φάσεις στον Κύνο ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ΄. Περίοδο καθώς και στη μεταβατική περίοδο προς την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, την άλλως γνωστή ως Υπομυκηναϊκή, περίοδοι που καλύπτουν το διάστημα από τα μέσα περίπου του 12ου αι. π. Χ. μέχρι τα μέσα του 11ου αι. π. Χ. Εδώ είχαν αναπτυχθεί συγκροτήματα οικιστικού και βιοτεχνικού χαρακτήρα γεγονός που επιβεβαιώνουν και τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής. Δύο κλίβανοι, ένας κεραμικός και ένας μεταλλουργικός σωζόμενοι τμηματικά καθώς και μεγάλος αριθμός σκωριών και οστράκων αγγείων ατυχούς όπτησης συνηγορούν ότι οι κάτοικοι του οικισμού δραστηριοποιούντο στην παραγωγή κεραμικών αντικειμένων και στην μεταλλουργία κατά τον 12ο αιώνα. π. Χ.

Η κεραμική παραγωγή του Κύνου χαρακτηρίζεται από την υψηλή της ποιότητα και τον πλούτο και την πρωτοτυπία των διακοσμητικών θεμάτων φαίνεται δε ότι πολλά προϊόντα της προορίζονταν για εξαγωγή. Αυτή η κεραμική παραγωγή, κυρίως η εικονιστική, μας έχει δώσει αγγεία κοσμημένα με θέματα πρωτόφαντα για την μυκηναϊκή εικονογραφία και έχει κάνει γνωστό τον Κύνο στην παγκόσμια κοινότητα. Ο μεγάλος αριθμός υφαντικών βαρών, σφοντυλιών και κελυφών πορφυρών δείχνει ότι μία άλλη ασχολία των Κυναίων ήταν η υφαντική και η βαφική προφανώς στο πλαίσιο οικοτεχνικής οικονομίας. Αποθήκες γεμάτες πιθάρια και πιθανόν κοφίνια που περιείχαν δημητριακά και όσπρια είναι απόδειξη ότι η γεωργία αποτελούσε, όπως άλλωστε και σήμερα, βασική βιοποριστική ενασχόληση των ανθρώπων της περιοχής. Προκαταρκτική παλαιοβοτανική έρευνα φυτικών καταλοίπων της ανασκαφής, βεβαιώνει την καλλιέργεια σίτου, γονόκοκκου και δίκοκου, φακής, κουκιών, κριθαριού, λαθουριού και ελιάς.

Πιθανολογείται και η καλλιέργεια των αμπελιών κατά την μυκηναϊκή εποχή, ήταν δραστηριότητα των Οπουντίων Λοκρών της κλασικής εποχής, που παραδίδεται από την αρχαία γραμματεία και επιβεβαιώνεται από την απεικόνιση τσαμπιού σταφυλιού και στις δύο όψεις των λοκρικών νομισμάτων. Στις επιχώσεις της ανασκαφής του Κύνου της μέσης εποχής βρέθηκαν κατάλοιπα της πανίδας της περιοχής ή μελέτη των οποίων παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την τοπική οικονομία, τις διατροφικές συνήθειες και τις θρησκευτικές πρακτικές των Λοκρών. Μεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται μεγάλος αριθμός αιγοπροβάτων, χοίρων, ιπποειδών και μικρόσωμων αγελάδων. Οστά όνων σε αφθονία είναι παρόντα μεταξύ των οστών, οι οποίοι προφανώς χρησίμευαν για τις μεταφορές, ενώ τα άφθονα κάθε ποικιλίας ελαφιών μαρτυρούν ότι το κυνήγι ήταν όχι, μόνον άθλημα των ευγενών αλλά και πηγή τροφής και πρώτων υλών για την βιοτεχνία και την ναυπηγική, όπως και τα λοιπά εξημερωμένα ζώα, των οποίων το δέρμα, το τρίχωμα ακόμα και τα οστά ή τα κέρατα είχαν πολλαπλή χρησιμότητα (π.χ. υποδηματοποιία, χιτώνες, θώρακες, νήματα, εργαλεία, κοσμήματα, εξαρτήματα ενδυμασίας κ.λ.π.).

Λιγότερα είναι τα δείγματα από αγριογούρουνο. Η παρουσία οστών θηραμάτων είναι η έμμεση απόδειξη ότι στα τέλη της εποχής του Χαλκού υπήρχαν στην περιοχή πλούσια και πυκνά δάση απαραίτητη προϋπόθεση για την διαβίωση αγρίων ζώων. Υλοτόμοι, ξυλουργοί και λιθοξόοι συγκαταλέγονται μεταξύ των επαγγελματιών των κατοίκων του μυκηναϊκούΚύνου, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα ανάλογα εργαλεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ανασκαφή. Όπως αναφέρθηκε, εικάζεται ότι ο λόφος στο Πάτι ή Λουτρό, που ονομάζεται Κύνος, είναι το λιμάνι της ομώνυμης πόλης.

Η ταύτιση πρέπει να είναι ασφαλής όχι μόνον διότι τα ανασκαφικά δεδομένα την υποστηρίζουν, όπως και η θέση του οικισμού, αλλά και τα λείψανα λιμενικών εγκαταστάσεων που έχουν εντοπισθεί πρόσφατα και στη θάλασσα και στη ξηρά. Οι οχυρωμένες λιμενικές εγκαταστάσεις δεν είναι άγνωστες στη Μεσόγειο κατά την Αρχαιότητα και μία τέτοια πρέπει να αποτελούσε και ο Κύνος. Ο μόλος και ο πύργος του είναι οικοδομημένοι κατά το ίδιο ισόδομο σύστημα τειχοποιίας που εφαρμόστηκε και στην οχύρωση του οικισμού και κατά συνέπεια χρονολογείται στα τέλη του 4ου π. Χ.

Βέβαια οι ορατές λιμενικές εγκαταστάσεις δεν ανήκουν στην μυκηναϊκή εποχή, με βάση όμως μια αρχή ισχύουσα διαχρονικά, σύμφωνα με την οποίαν η χρήση ενός χώρου δεν μεταβάλλεται σε μάκρος χρόνου χωρίς λόγο, εφόσον αυτός εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους επιλέχθηκε και οργανώθηκε εξ αρχής, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και κατά την μυκηναϊκή περίοδο τα μέχρι στιγμής γνωστά αρχαιολογικά στοιχεία εδώ ήταν το κύριο λιμάνι της περιοχής.

Ο Κύνος λοιπόν είναι ιδιαίτερα σημαντικός διότι μας παρείχε αδιάψευστα στοιχεία για την εξέλιξη του πολιτισμού στην Κεντρική Ελλάδα κατά το κρίσιμο διάστημα του τέλους της Εποχής του Σιδήρου, στοιχεία τα οποία ανοίγουν νέες ερμηνευτικές δυνατότητες για την ιστορία ολόκληρου του Ελληνικού Πολιτισμού την ίδια εποχή.

Η πρώιμη αυτή φάση δεν είχε μεγάλη διάρκεια σύμφωνα με αρχαιολογικά δεδομένα που καταγράφονται εκεί και καταστρέφεται σύντομα ίσως και από φυσικά αίτια. Ο χώρος αμέσως ανοικοδομείται τα δε οικοδομικά λείψανα που αποκαλύφτηκαν κατά την ανασκαφή δεν ήταν μεν εκτεταμένα διατηρούν όμως πληροφορίες σχετικά με το είδος των δραστηριοτήτων που ανέπτυξαν οι κάτοικοι την περίοδο αυτή που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται Πρωτογεωμετρική Εποχή.

Και στα δύο αυτά στάδια της Εποχής του Σιδήρου από τα ευρήματα συνάγεται ότι οι κάτοικοι διατηρούν τις ίδιες ασχολίες και συνήθειες και έχουν τις ίδιες πηγές βιοπορισμού δηλ. την γεωργία, την αλιεία, την κτηνοτροφία. Μεταξύ Πρωτογεωμετρικής Εποχής και των ελληνιστικών χρόνων η κατοίκηση του Κύνου και η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν σταμάτησαν, το γεγονός όμως δεν αποδεικνύεται από κτηριακά κατάλοιπα, αλλά μόνον από όστρακα των κλασσικών, αρχαϊκών και ύστερων γεωμετρικών που συγκεντρώθηκαν στις επιχώσεις της ανασκαφής. Αυτό οφείλεται στην επιμελή ισοπέδωση και απομάκρυνση των μπαζών της επιδρομής του Σύλλα (Σύλλας), ο οποίος όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές κατέστρεψε τις παράλιες πόλεις των Λοκρών (86/87π.Χ.). Αυτή άλλωστε ήταν και η αιτία καταστροφής του οχυρωματικού περιβόλου οι κατώτεροι δόμοι του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα.

Η οχύρωση του Κύνου που διέτρεχε την κορυφή του λόφου και κατέληγε και στο μόλο εικάζεται ότι κατασκευάστηκε στο τέλος του 4ου π.Χ. αι. στο πλαίσιο του αμυντικού σχεδιασμού του Δημητρίου του Πολιορκητή. Παρά την καταστροφή αμέσως μετά ο λόφος ισοπεδώνεται και κατοικείται προφανώς διότι η χρησιμότητα της θέσης αφενός ως καίριου ναυτιλιακού κόμβου αφετέρου ως σημαντικού σημείου ελέγχου των βασικών αξόνων της Λοκρίδας, θαλασσίων και επιγείου, υπαγόρευε την επανοικοδόμησή του. Τα οικοδομικά λείψανα της περιόδου δείχνουν ότι ανήκουν σε συγκρότημα κατοικίας ή κατοικιών, πιθανώς μιας villa maritima με πολλαπλή χρήση.

Τα κινητά ευρήματα της ρωμαϊκής περιόδου συνίστανται κυρίως σε αγγεία αποθηκευτικού ή οικιακού χαρακτήρα, όπως μαγειρικά σκεύη, άβαφοι αμφορείς, λυχνάρια, πινάκια κ.λ.π. υφαντικά βάρη και πήλινα σφονδύλια μάρτυρες οικιακής οικοτεχνίας (παραγωγή υφασμάτων), αλιευτικά βάρη, τμήμα καλύπτρας κυψέλης, ιγδία (γουδιά) και τριβεία αποφλοίωσης δημητριακών και οσπρίων καθώς και τριβεία μεταλλευμάτων και πολλά σιδερένια καρφιά. Τα κινητά ευρήματα σκιαγραφούν μερικές από τις κύριες βιοποριστικές ασχολίες των κατοίκων όπως αλιεία, γεωργία, μεταλλουργία, ξυλουργικές και οικοδομικές δραστηριότητες. Μια άλλη απασχόληση, το εμπόριο, βεβαιώνεται από τα νομίσματα χάλκινα κατά κύριο λόγο, η ποικιλία προέλευσης των οποίων μας δείχνει το εύρος των εμπορικών σχέσεων των Κυναίων. Η τελευταία αυτή δραστηριότητα, το εμπόριο, επιβεβαιώνεται και από την παρουσία ενός σπάνιου ευρήματος. Πρόκειται για ένα εξάρτημα ζυγαριάς (σταθμίο) από χαλκό σε μορφή προτομής Αθηνάς με περικεφαλαία και αιγίδα.

Αρχαιολογικά ευρήματα

Θραύσμα αγγείου από τον Κύνο που αναπαριστά ναυμαχία. Αποτελεί το πρώτο χρονολογικά εύρημα, σε παγκόσμια κλίμακα, που παρουσιάζει αυτό το θέμα. Φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης

Ο οικισμός του Κύνου εντοπίζεται στην παραλία των Λιβανατών, όπου σύμφωνα με την ανασκαφή, ο χώρος κατοικούνταν από τη Νεολιθική εποχή ως τους βυζαντινούς χρόνους.

Εκτείνεται σε χαμηλό λόφο που βρίσκεται στη θέση Πύργος, στην παραλία Λιβανατών, 3 χλμ. ΒΑ της ομώνυμης σύγχρονης πόλης. Το ύψωμα έχει από το 19ο αιώνα ταυτιστεί με την ομηρική πόλη Κύνος.

Ο οικισμός του Κύνου, είναι ο μόνος της εποχής του χαλκού που έχει εντοπιστεί και μερικώς ερευνηθεί συστηματικά στη Λοκρίδα. Η διερεύνηση του λόφου έδειξε ότι αυτός σχηματίστηκε από τις επιχώσεις των αλλεπαλλήλων στρωμάτων κατοίκησης ενώ τα σωζόμενα ορατά λείψανα ανήκουν στην ύστερη εποχή του Χαλκού. Πρόκειται για συγκρότημα αποθηκών και εργαστηρίων που κτίστηκαν κατά την πρώιμη Υστεροελλαδικής περιόδου. Σώζονται σε πολλά σημεία σε ύψος μέχρι και 2 μ., και αποτελούν σήμερα το καλύτερα σωζόμενο δείγμα πλινθοκατασκευής της Μυκηναϊκής εποχής.

Κάτω από τα οικοδομικά λείψανα της υστεροελλαδικής εποχής ανασκάφηκαν συνολικά πέντε τάφοι Μεσοελλαδικής περιόδου. Οι τάφοι ήταν κιβωτιόσχημοι με πλευρές από όμοιες μονόλιθες αδροκομμένες ασβεστολιθικές πλάκες στερεωμένες με βύσματα από μικρούς λίθους ενώ το δάπεδο τους ήταν στερεωμένο με βότσαλα.

Τα κτερίσματα από τους τάφους ήταν φτωχά καθώς οι νεκροί στον Κύνο θάβονταν κατά κύριο λόγο «ακτέριστοι». Σε έναν νεκρό είχε δοθεί ένα πήλινο σφονδύλι, σε άλλον ένα όστρεο, σε άλλον μία λεπίδα οψιανού. Κατ' εξαίρεση σε μια ταφή, ανάμεσα στα κόκαλα του νεκρού, βρέθηκε ένα χάλκινο σκουλαρίκι και ένας μικρός μινύειος αμφορίσκος με χάραγμα από τεφρό πηλό.

Σε έναν άλλο τάφο βρέθηκαν τέσσερα αγγεία τοποθετημένα γύρω από το ανώτερο τμήμα του κορμού του νεκρού. Τα αγγεία αυτά ανήκουν σε γνωστούς τύπους της Μεσοελλαδικής περιόδου και παρόμοια τους έχουν βρεθεί και σε άλλα σημεία του ελλαδικού χώρου, βόρεια και νότια της ανατολικής Λοκρίδας.

Σημαντικότερα μεταξύ των κινητών ευρημάτων αποτελούν όστρακα από κρατήρες καθώς και μια σειρά από πήλινα ειδώλια πλοίων. Τα όστρακα από τα αγγεία και τα ειδώλια βρέθηκαν όλα στις επιχώσεις που δημιουργήθηκαν κατά την πρώτη καταστροφή του οικισμού από σεισμό στα μέσα του 12ου αι. π.Χ..

Στο πρώτο τμήμα κρατήρα που αποκαλύφθηκε εικονίζεται ένα πλοίο, που αντιστοιχεί στην ομηρική περιγραφή των πλοίων των Αχαιών. Τέσσερα ακόμη όστρακα ισάριθμων κρατήρων, στα οποία αναγνωρίζονται παραστάσεις ίδιας θεματολογίας, καθιστούν τον Κύνο πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την αρχαία ναυπηγική.

Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει ένα παιδικό παιχνίδι ,πήλινο πλοιάριο που είχε ρόδες για να κυλάει, το οποίο αποτελεί το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής δείγμα παιδικού παιχνιδιού στη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Στη θέση Ρούστιανα, βορειοδυτικά του σημερινού οικισμού των Λιβανατών, υψώνεται οχυρωμένη ακρόπολη με κυκλώπειας τειχοδομίας οχύρωση. Από επιφανειακές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή από την ομάδα του Πανεπιστημίου CHELP, συγκεντρώθηκαν επιφανειακά όστρακα μυκηναϊκών αγγείων της Υστεροελλαδικής περιόδου.

Μετά Χριστόν Εποχή-Βυζαντινοί χρόνοι - Καταλανοκρατία - Ενετοκρατία - Έλευση Αρβανιτών

Η Βυζαντινή περίοδος εκπροσωπείται από τα κατάλοιπα ενός Πύργου με περίβολο η προφανής λειτουργία του οποίου ήταν ως φυλάκιο. Οι διατηρούμενοι τοίχοι διακρίνονται σχεδόν επιφανειακά και από ταπεινές επιχώσεις που τους κάλυπταν συγκεντρώθηκαν κυρίως όστρακα άβαφων μεγάλων αγγείων μεταφοράς και αποθήκευσης υγρών λυχναριών, πινακίων κ.λ.π. καθημερινής χρήσης σκευών.

Η κατοίκηση του τόπου φαίνεται πως διακόπτεται τον 5ο-6ο μ.Χ. αιώνα, με πιθανότερο λόγο την εισβολή ποικίλων Σλαβικών φύλων που κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα άρχισαν να εισχωρούν στη Χερσόνησο του Αίμου. Η ύπαρξη αρκετών σλαβικών τοπωνυμίων στην ευρύτερη περιοχή της Λοκρίδας, όπως τα Ζέλι, Κολάκα, Μπέλεσι, Ράντο, Βελίτσα και άλλα, όπως αυτά μας μαρτυρούνται μέσω των φορολογικών καταγραφών κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Κατοχής, φαίνεται πως αποτελούν τον αμυδρό απόηχο της σλαβικής εισβολής και εγκατάστασης που έλαβε χώρα στο δεύτερο ήμισυ της πρώτης μ.Χ. χιλιετίας. Έκτοτε και μέχρι την περίοδο της Καταλανοκρατίας και της Ενετοκρατίας έχουμε ελάχιστες έως καθόλου πληροφορίες αναφορικά με τα όσα διαδραματίσθηκαν στην περιοχή.

Είναι λίγο μετά το 1350 μ.Χ. όταν μετά από πρόσκληση του Καταλανού άρχοντα Ραμόν ντε Βιλλανόβα έχουμε εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή της Ανατολικής Λοκρίδας και συγκεκριμένα στα χωριά Λιβανάτα, Τραγάνα, Προσκυνά, Μάζι, Μαλεσίνα και Μαρτίνο, με σκοπό την φρούρηση του περάσματος που ενώνει τη Φθιώτιδα με τη Βοιωτία. Ερώτημα αποτελεί το κατά πόσο τα χωριά αυτά προϋπήρχαν ή δημιουργήθηκαν με τον ερχομό των Αρβανίτικων οικογενειών στην περιοχή. Ο μορφολογικός τύπος του τοπωνυμίου της Λιβανάτας, όντας εκ των πλέον κοινών που χρησιμοποιούνται στην αλβανική γλώσσα μέχρι και τις ημέρες μας, πιθανώς να δημιουργήθηκε από το όνομα αρχηγικής παλαιάς φάρας/οικογενείας, εκ των πρώτων που εποίκισαν τον τόπο κατά την περίοδο εκείνη. Εξάλλου, κατά παρόμοιο τρόπο φαίνεται πως σχηματίστηκαν τα τοπωνύμια τόσο του Μαρτίνου (πιθανότατα λόγω του αρχηγού φάρας Μαρτίνο Μουζάκι) όσο και της Μαλεσίνας (από έναν εκ των πρώτων εποικιστών με την επωνυμία Μαλέσι).

Οθωμανική κυριαρχία - Επανάσταση 1821

Το στοιχείο που καθόρισε την διαχρονικότητα και τις τύχες του Κύνου, ήταν αφενός η στρατηγική θέση πάνω σε δύο σημαντικούς άξονες επικοινωνίας στο κέντρο του κορμού της Ηπειρωτικής Ελλάδας, έναν επίγειο και έναν θαλάσσιο, ο έλεγχος των οποίων επιτυγχανόταν απρόσκοπτα, και αφετέρου η ύπαρξη εδώ ενός λιμανιού, που διευκόλυνε την ναυσιπλοΐα, το εμπόριο και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου του Βόρειου Ευβοϊκού.

Οι Λιβανάτες είναι γνωστές και ως πατρίδα του Ανδρίτσου. Το 1740 γεννήθηκε εκεί ο Ανδρέας Βερούσης ή Ανδρίτσος, ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Η καταγωγή του πατέρα του ήρωα της ελληνικής επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου, (Ανδρέας Ανδρίτσος ή Βερούσης) ήταν από τις Λιβανάτες - υπάρχει ένα μνημείο για τον Ανδρέα Ανδρίτσο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ήταν οπλαρχηγός των Ελλήνων και σύμμαχος του Λάμπρου Κατσώνη. Ο Λάμπρος Κατσώνης με τον μικρό του στόλο και ο Ανδρίτσος με 500 παλικάρια του έφεραν μεγάλη αναστάτωση στους Τούρκους κατά την αποτυχημένη επιχείρηση του Κατσώνη εναντίον των Τουρκών, στο τέλος του 18 αιώνα. Ο Ανδρίτσος ήταν περίφημος αρματολός, ο οποίος μαζί με τον Λάμπρο Κατσώνη πέτυχε θριάμβους κατά των Τούρκων, το 1793 όμως τον συνέλαβαν οι Ενετοί και τον παρέδωσαν στις τουρκικές αρχές, οι οποίες τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον θανάτωσαν με βασανιστήρια.

Ο Αργύρης Φιλιππίδης από τις Μηλιές του Πηλίου, γεννημένος περί τα 1760, περιηγητής της Ελλάδας και της περιοχής της Ανατολικής Λοκρίδας αναφέρει στις εντυπώσεις που κατέγραψε από την 1η Ιουνίου μέχρι την 15η Οκτωβρίου 1815 σε βιβλίο του με τον τίτλο «Γεωγραφία μερική» ότι: «...έως μια ήμισυ ώρα από το Ταλάντι, από τη θάλασσαν ένα τέταρτο της ώρας και λιγότερο είναι οι Λιβανάτες. Χωριό έως εξήντα σπίτια κατοικημένα από Χριστιανούς. Λιβανάτες, πατρίς εκείνου του ήρωα αρχιληστή Ανδρίτζου, οπού εις τούτον τον αιώνα τον έτρεμε όλη η Βοιωτία και Ελλάς. Εδώ οι εγκάτοικοι είναι όλοι μεγαλόσωμοι και γερής κράσεως και είναι κόκκινοι ωσάν το μήλον. Έχουν ένα αέρα καθαρό, νερό κάλλιστο, ο τόπος ανοιχτός, έχουν πρόβατα και γίδια αρκετά από τα χωρία του Ταλαντίου περισσότερα. Κάμνουν σιτάρι και κριθάρι πολύ και παστρικό και είναι σήμερον κυβερνημένοι καλά. Κάμνουν και βαμβάκι, κρασί όμως ολίγον, όσον πίνουν. Υπόκειται εις τα εκκλησιαστικά υπό τον, την εξουσία από το Ταλάντι.

Οι Λιβανάτες ανέδειξαν 18 αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, τους: Αγγελή Δημήτριο, Βέργου Γεώργιο, Γεωργίου Ανέστη, Ιωάννου Αντώνιο, Καραλύμπα Ιωάννη, Κατσαρό Κυριάκος, Κώνστα Λουκά ή Ψευτούρα, Μήτζιου Παναγιώτη ή Τσιώτης, Μήτρου Λουκά, Μιχάλη ή Μιχαλόπουλο Αγγελή, Μουγκό Γεώργιο, Νικολάου Βερούση (πρώτος ξάδερφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου), Παπαθεοδοσίου Γιαννάκη, Πολυμερόπουλο Δημήτριο, Σταμπουλοτά Νίκο, Στεργίου Δήμο, Στεριανό ή Στεργίου Μακρή και Τσέλικα Ιωάννη.

Το 1825 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο ήρωας της μάχης της Γραβιάς, με 600 Αλβανούς βαδίζει προς Λιβανάτες όπου από την 31η Μαρτίου έως την 1η Απριλίου, δίνει μάχη κατά του Γκούρα και Ρούκη. Τελικά σημειώνεται ότι η σύλληψη του Οδυσσέα Ανδρούτσου έγινε στους Λιβανάτες. Όταν ο Ανδρούτσος διαφώνησε με την κυβέρνηση, ήλθε με τους άνδρες του στους Λιβανάτες. Τα στελέχη της κυβέρνησης, με αρχηγό τον Γκούρα, άλλοτε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, τον ακολούθησαν, τον περικύκλωσαν στο υπάρχον έως σήμερα μοναστήρι της Αγίας-Σωτήρας της Βολιβούς και τον συνέλαβαν. Στη συνέχεια τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη των Αθηνών, όπου και τον δολοφόνησαν, ρίχνοντας τον στο γκρεμό. Μεταγενέστερα η Ελληνική Πολιτεία κατέταξε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην «ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΛΕΚΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821» όπως τον Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη κ.α. με το αιτιολογικό όμως ότι δεν τον πρόδωσε, αλλά συνθηκολόγησε με τον εχθρό.

Μετεπαναστατική περίοδος - Νεότεροι χρόνοι

Τον Απρίλιο του 1894 κατά την διάρκεια καταστροφικού σεισμού οι Λιβανάτες πρωτεύουσα του Δήμου Δαφνουσίων με 1021 κατοίκους είχε απώλειες με 5 θανάτους και 20 τραυματισμούς κατοίκων της.

Στη διάρκεια της κατοχής οι ντόπιοι ονόμασαν το τόπο «Καναδά» για την πλούσια παραγωγή, λόγω του εύφορου εδάφους που έχει και γιατί στην κατοχή έσωσε πολλούς Αθηναίους από την πείνα. Σιτάρι, γεώμηλα, ρεβίθια, βαμβάκι, αλλά και κηπευτικά παράγονται σε αφθονία.

Ο Ζ. Πρωτόπαπας, το 1952, αναφέρει για τις Λιβανάτες: «Οι Λιβανάτες απέχουν από την Αταλάντη οχτώ χιλιόμετρα. Το Αταλαντονήσι και ο Οπούντιος κόλπος συνθέτουν φαντασμαγορική εικόνα για τον επισκέπτη της παραλίας του χωριού. Ο ταξιδιώτης ερχόμενος από Αταλάντη και μετά το «Αλαργινό» ποτάμι, το οποίο στενεύει το καλοκαίρι και την περιοχή «Βερίκι», περνά το «Ρέμα Φαρμάκη» και φθάνει στις Λιβανάτες (ή Λιβανάτα) με 1970 κατοίκους. Η Σκάλα Λιβανατών χρησιμεύει για την προσέγγιση μικρών καϊκιών. Μια βενζινάκατος εκτελούσε δρομολόγια Λιβανατών - Αιδηψού το καλοκαίρι.».

Τουρισμός - Αξιοθέατα - Ήθη και έθιμα - Θρησκευτική παράδοση

Η θέα από τον λόφο του Αγ.Ιωάννη, κοντά στον Κύνο

Οι Λιβανάτες έχουν τρεις παραλίες, την Κυανή Ακτή, η οποία βρίσκεται στην παραλία των Λιβανατών (γύρω στο 1-1,5 χιλιόμετρα από την πλατεία του χωριού) και τις παραλίες Σχοινιά και Αϊ-Γιάννης. Και οι τρεις αυτές παραλίες έχουν τιμηθεί με την Γαλάζια Σημαία, από το υπουργείο περιβάλλοντος, χαρακτηριστικό ως κατάλληλες για κολύμβηση. Οι κάτοικοί της ασχολούνται με την γεωργία την κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Το 1979 ιδρύεται ο Πολιτιστικός Σύλλογος Λιβανατών «Οδυσσέας Ανδρούτσος». Ο τίτλος του συλλόγου σκοπό έχει να τιμήσει τον γνωστό ήρωα της ελληνικής επανάστασης που καταγόταν από την περιοχή. Ταυτόχρονα το περιεχόμενο των ποικίλων εκδηλώσεων που διοργανώνει στόχο έχει την πνευματική ανέλιξη των κατοίκων. Χορευτικές παραστάσεις, χοροεσπερίδες, ημερίδες κλπ διατηρούν την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου.

Επίσης ο Σύλλογος Γυναικών Λιβανατών «Η Πύρρα», προβάλλει, προωθεί και αναδεικνύει το ρόλο της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία καθώς και τα θέματα που την απασχολούν μέσω των συχνών δραστηριοτήτων του.

Άλλα αξιοθέατα είναι μικρή Βυζαντινή εκκλησία Άγιοι Θεόδωροι, και ο Ιερός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Οι άγιοι που τιμώνται στην περιοχή με σημαντικές και πολυήμερες εκδηλώσεις είναι η Αγία Κυριακή (7/7) και οι Άγιοι Θεόδωροι (δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς) οπότε και παραδοσιακοί χοροί με παραδοσιακές ενδυμασίες της Λιβανάτας λαμβάνουν χώρα συνήθως στην πλατεία του χωριού.

Των Αγίων Θεοδώρων εορτάζεται το παλαιότερο πανηγύρι του χωριού. Η μέρα εορτής των δυο στρατιωτικών Αγίων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους κατοίκους των Λιβανατών. Όπως μας πληροφορούν οι παλαιότεροι, πολλά μέλλοντα ζευγάρια συνήθιζαν να ανταλλάσσουν λόγο εκείνη την ημέρα, και η συμμετοχή των νέων στον τελετουργικό χορό της πλατείας αποτελούσε δέσμευση ενώπιον της τοπικής κοινωνίας.

Από τις αρχές τους 20ού αιώνα καθιερώθηκε και ο εορτασμός πανηγυριού ανήμερα της Αγίας Κυριακής.